χορωδός

χορωδός
ο хорист

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χορωδός" в других словарях:

  • χορωδός — ο, Ν μέλος χορωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + ωδός (< ωδή), πρβλ. τραγ ωδός) …   Dictionary of Greek

  • χορωδός — ο αυτός που τραγουδάει ή ψέλνει μαζί με άλλους που αποτελούν χορωδία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»